καλογνώμων

καλογνώμων
καλογνώμων
noble-minded
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλογνώμων — καλογνώμων, όγνωμον (AM) αυτός που έχει αγαθό φρόνημα, ο καλοκάγαθος, ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γίγνομαι), πρβλ. ιδιο γνώμων, ορθο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • καλόγνωμον — καλογνώμων noble minded masc/fem voc sg καλογνώμων noble minded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλογνώμονας — καλογνώμων noble minded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”